Ο σκεπτόμενος νέος (Rodin, 1880) |
Άρθρο μας που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό
της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας «Ευκλείδης Α» (Τεύχος 124, σελ.43)
Στέλιος
Μπακούλας, Μαθηματικός – Εκπαιδευτικός Φροντιστής
Νίκος
Μπακούλας , Μαθηματικός - MSc
Διδακτικής και Μεθοδολογίας των Μαθηματικών
Ο ρόλος
του γονιού και
του δάσκαλου για
τον μαθητή είναι αποφασιστικής
σημασίας για την
πορεία που θα χαράξει στη ζωή
του. Στην πολύ σημαντική σχέση μεταξύ
μαθητή και δασκάλου μπορούμε να διακρίνουμε τρεις καθοριστικές περιπτώσεις
συνεργασίας. Στην πρώτη ο
δάσκαλος επηρεάζει καθοριστικά
τον μαθητή και
τον οδηγεί προς τη μεγάλη πορεία της σκέψης
και της γνώσης
και αργότερα της
επιστήμης και της
έρευνας. Στη δεύτερη, ο δάσκαλος μπορεί να μεταφέρει στο
μαθητή κάποιες γνώσεις, χωρίς όμως να τον
βοηθήσει ουσιαστικά, χωρίς να τον εμπνεύσει και χωρίς να του δώσει κίνητρο για
την επίτευξη υψηλών στόχων. Η τρίτη περίπτωση είναι
να αποθαρρύνει τον μαθητή από
την ωραία γνωστική
διαδικασία, γεγονός που θα επηρεάσει αρνητικά την εξέλιξή του τα επόμενα
χρόνια. Σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις ο δάσκαλος εφαρμόζει, σε
μικρό ή μεγάλο
βαθμό, τη μεθοδολογία της μετασχηματίζουσας
μάθησης.
«Η μετασχηματίζουσα
μάθηση αναφέρεται στη διεργασία κατά την οποία μετασχηματίζουμε δεδομένα
πλαίσια αναφοράς (νοητικές συνήθειες, νοηματοδοτικές προοπτικές, νοητικά
σύνολα) έτσι ώστε αυτά να γίνουν πιο περιεκτικά, πολυσχιδή, ανοικτά,
συναισθηματικά έτοιμα για αλλαγή και στοχαστικά, προκειμένου να παραγάγουν
πεποιθήσεις και απόψεις που θα αποδειχθούν περισσότερο αληθινές ή πιο ικανές να
δικαιολογήσουν την παρώθηση σε δράση.» (Merizow, 1990 & 2007)
Τα πλαίσια αναφοράς, που αναφέρονται παραπάνω,
είναι οι πολιτισμικές και γλωσσικές δομές μέσω των οποίων ο άνθρωπος δίνει
νόημα στις εμπειρίες του. Στην καθημερινότητά του ο άνθρωπος βιώνει πολλές
εμπειρίες, αλλά αυτές αποκτούν σημασία όταν τις αξιολογεί με βάση τις γνώσεις
του, τα συναισθήματά του και άλλες εμπειρίες που ήδη έχει. Επίσης, πολύ
σημαντικό ρόλο κατέχει ο διάλογος τον οποίο αναπτύσσει ο άνθρωπος με άλλα άτομα
τα οποία έχουν και αυτά τις δικές τους απόψεις, εμπειρίες και
συναισθήματα. Κατά αυτόν τον τρόπο, ο κάθε ένας δημιουργεί προδιαθέσεις με βάση
τις οποίες οριοθετεί τη «γραμμή δράσης» του, με αποτέλεσμα να αποκτά
ισχυρή τάση να απορρίπτει νέες εμπειρίες και ιδέες που εμφανίζονται στη ζωή του,
οι οποίες δεν συμβαδίζουν με αυτές τις προδιαθέσεις.
Ένα πλαίσιο αναφοράς, λοιπόν, έχει δύο
διαστάσεις. Η μία είναι οι νοητικές συνήθειες και η άλλη είναι οι απόψεις
που πηγάζουν από αυτές. Οι νοητικές συνήθειες είναι οι προδιαθέσεις
σκέψης, συναίσθησης και δράσης που διαμορφώνει ο άνθρωπος καθώς στην
καθημερινότητά του επηρεάζεται από πολιτισμικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς,
πολιτικούς, ψυχολογικούς και άλλους παράγοντες μέσα από τις εμπειρίες που
βιώνει, τα άτομα με τα οποία συναναστρέφεται και τα πρότυπα που έχει. Οι νοητικές
συνήθειες έχουν ως λογικό επακόλουθο τη διαμόρφωση απόψεων από τον κάθε
άνθρωπο οι οποίες είναι καθοριστικές για το παρόν και το μέλλον του και συνήθως
δύσκολα μπορεί να τις αναθεωρήσει.
Τη θεωρία της μετασχηματίζουσας μάθησης ο Mezirow την
εφάρμοσε σε προγράμματα που αφορούσαν στην εκπαίδευση ενηλίκων. Πώς εμείς ως
εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μπορούμε να εφαρμόσουμε στο
μέγιστο βαθμό τη μετασχηματίζουσα μάθηση στους μαθητές μας;
Με τον όρο «ενήλικος» ο Mezirow εννοεί
το οποιοδήποτε άτομο είναι αρκετά μεγάλο ηλικιακά ώστε να θεωρείται υπεύθυνο
για τις πράξεις του, να είναι σε θέση να κατανοήσει διάφορα ζητήματα και να
παίρνει τις δικές του αποφάσεις. Οι μαθητές, λοιπόν, στις τάξεις του γυμνασίου
και ακόμα περισσότερο στις τάξεις του λυκείου, ειδικά στις μέρες μας, που έχουν
πολλές διαφορετικές πηγές ενημέρωσης και πολλά περισσότερα από ένα πρότυπα χάρη
στο ίντερνετ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχουν αναπτύξει τη δική τους «γραμμή
δράσης». Οι μαθητές που φοιτούν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν έχουν την
ωριμότητα που έχει ένας τελειόφοιτος φοιτητής, ένας εργαζόμενος ή ένας γονιός
αλλά βρίσκονται σε μία πολύ κρίσιμη
καμπή της ζωής τους κατά την οποία διαμορφώνουν σε ένα σημαντικό βαθμό την προσωπικότητά
τους, έχοντας όμως αναπτύξει ήδη ορισμένες νοητικές συνήθειες και έχοντας
προσωπική άποψη για πολλά ζητήματα.
Επομένως, οι συνθήκες στη δευτεροβάθμια
εκπαίδευση είναι ιδανικές για την εφαρμογή της μεταχσηματίζουσας μάθησης διότι
οι δάσκαλοι με τη σχεδόν καθημερινή επαφή με τους μαθητές τους, έχουν τη
δυνατότητα να τους επηρεάσουν σημαντικά, προκαλώντας κάποια θετική αλλαγή στις νοητικές
τους συνήθειες. Ο Mezirow
αναφέρει
πως η βίωση μίας θετικής εμπειρίας μπορεί να αλλάξει κάποια από τις απόψεις
του ανθρώπου αλλά όχι απαραίτητα και τις νοητικές του συνήθειες, ωστόσο ο
δάσκαλος μπορεί να μεταμορφώσει προς το καλύτερο τις συνήθειες και τη νοοτροπία
των μαθητών του, προσφέροντάς του θετικά βιώματα σε καθημερινή βάση.
Για τη μετασχηματίζουσα μάθηση, λοιπόν, δίνεται
ένας εναλλακτικός ορισμός: «Αυτή
η μάθηση μπορεί
να ορισθεί ως
εκείνη που προκαλεί
αλλαγή της προσωπικότητας ή
αλλαγές στην οργάνωση
του εαυτού και
χαρακτηρίζεται από την ταυτόχρονη
αναδόμηση όλων των
σχημάτων και προτύπων
του μαθητή» (Illeris, 2009). Αυτή η
μέθοδος μάθησης επιφέρει
ρήγμα, αλλαγή στη νοοτροπία του νέου
και στην όλη
δομή του προγράμματός
του προς το
καλύτερο. Στη ζωή του πλέον τίθενται νέοι στόχοι και η σημαντική αυτή
αλλαγή βιώνεται από τον
μαθητή μέσα από την προσπάθεια ως
ένα αίσθημα ικανοποίησης,
κατάκτησης και αυτοπεποίθησης.
Πιο συγκεκριμένα, στην προεφηβική
και στην εφηβική
ηλικία μπορούμε και
πρέπει να παρέχουμε
σε όλους τους
νέους «κανονικές» και
επαρκείς συνθήκες αυτοανακάλυψης και προόδου.
Τα μαθηματικά, η γλώσσα και τα υπόλοιπα
μαθήματα δεν μαθαίνονται
με το λίγο
διάβασμα, το οποίο περιορίζεται σε εφαρμογές τύπων και αποστήθιση πληροφοριών.
Η απόκτηση στέρεης γνώσης απαιτεί επαναλήψεις, ενδιαφέρον και
σοβαρή προσπάθεια. Αυτό ο μαθητής μπορεί να το πετύχει με την
επίδραση του γονιού του, ενός φίλου του και με τη βοήθεια ενός δασκάλου του.
Μπορεί να επηρεαστεί από ένα βιβλίο βιογραφικής ιστορίας ή της ιστορίας των
Ελλήνων του 5ου π.Χ. αιώνα, ή από τη λύση πολλών ασκήσεων μαθηματικών
κλιμακούμενης δυσκολίας κ.α.. Στην περίπτωση του δασκάλου, είναι υποχρέωσή του
να προκαλέσει το ενδιαφέρον του μαθητή, να αναδείξει τη χρησιμότητα του
αντικειμένου που διδάσκει και να εμπλέκει το μαθητή σε δραστηριότητες στις
οποίες θα έχει ο ίδιος ενεργό ρόλο. Έτσι, βαθμιαία γίνεται ο μετασχηματισμός
στη σκέψη του και η στροφή του προς τα πνευματικά ενδιαφέροντα. Επιπρόσθετα, αν
ασχοληθεί με τη γυμναστική ατομικά ή συγκεκριμένα με κάποιο άθλημα, αρχικά σε
μικρό βαθμό και στη συνέχεια με την πάροδο του χρόνου όλο και περισσότερο,
χωρίς να παραμελεί το διάβασμα, θα έχει θεαματικά αποτελέσματα και σίγουρη
ωφέλεια για τη σωματική, την πνευματική
και την ψυχική υγεία του. Παρόμοια δυναμική μπορεί να έχει η ενασχόληση με τη
μουσική, με τη ζωγραφική, τη συγγραφή και άλλα δημιουργικά χόμπυ. Έτσι, λοιπόν,
ο μαθητής υιοθετεί έναν τρόπο ζωής με έντονο και ευχάριστο καθημερινό πρόγραμμα,
το οποίο θα έχει ως οδηγό για το υπόλοιπο της ζωής του.
Επίσης, αν και μία μεμονωμένη θετική εμπειρία
δεν είναι ικανή να αλλάξει ολοκληρωτικά τις συνήθειες και την νοοτροπία ενός
ανθρώπου, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για μία
μεγάλη αλλαγή. Για παράδειγμα, μια διάκριση σε ένα τομέα, είτε ένα αρνητικό
βίωμα, μια κατάσταση που θα τον αναγκάσει να ενεργοποιήσει κρυμμένες δυνάμεις
του για να ανταπεξέλθει και να βγει νικητής, είναι εμπειρίες που προκαλούν στο
νέο έντονα συναισθήματα. Έτσι, οι δυνατότητές του βαθμιαία μετατρέπονται σε ικανότητες
και η αλλαγή του προς το καλύτερο είναι βέβαιη. Η ικανοποίηση που παίρνει ο
μαθητής από την πνευματική ή σωματική κατάκτηση, είναι πολύ περισσότερη από
ό,τι παίρνει από επουσιώδεις ενασχολήσεις του.
Ο δάσκαλος, ο γονιός, το σχολείο, πέρα από το
ήθος και την καλή συμπεριφορά που διδάσκουν επίμονα, μπορούν και πρέπει να
επιδιώκουν τη μετασχηματίζουσα τον μαθητή μάθηση. Μπορούν μάλιστα να το
έχουν και σαν μέτρο της αυτοαξιολόγησής τους, να βλέπουν δηλαδή ότι η
προσπάθειά τους μετασχηματίζει ουσιαστικά τον ή τους πολλούς μαθητές τους προς
ψηλότερα επίπεδα στοχασμού και δράσης, τα οποία σπανίως αποχωρίζονται στη ζωή
τους. Είναι ένα μεγάλο ζητούμενο η διαρκής βελτίωση του μαθητή με τη
συνακόλουθη ικανοποίηση του, χωρίς κανένα άγχος, χωρίς να απομακρύνεται από ένα
δημιουργικό πρόγραμμα. Στη ζωή του πλέον θέτει νέους στόχους και έχει πετύχει
μία σημαντική αλλαγή.
Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στην αξία της
συμβολής του δασκάλου στο μετασχηματισμό του μαθητή την εποχή του κορωνοϊού. Οι
μαθητές την τελευταία διετία, συνήθισαν σε ένα διαφορετικό τρόπο ζωής, ο οποίος
βασίστηκε κατά κύριο λόγο στα τεχνολογικά μέσα. Παρά τις λύσεις που προσέφεραν σε
μία πολύ ιδιαίτερη και δύσκολη περίοδο, μέσω αυτών τα παιδιά, και πολύ
περισσότερο οι μαθητές που δυσκολεύονταν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του
σχολείου, βρήκαν νέους τρόπους διασκέδασης, ψυχαγωγίας και εκπαίδευσης, οι
οποίοι όμως είναι «εικονικοί» και δεν μπορούν να αντικαταστήσουν εκείνους που στηρίζονται
στην επικοινωνία, το διάλογο και την ανάπτυξη προσωπικών σχέσεων. Με δεδομένες
αυτές τις συνθήκες αποτελεί ζητούμενο η στροφή των νέων σε μορφές συνεχούς και
σημαντικής προσπάθειας στη Σκέψη, στη Γνώση και στην Άθληση, χωρίς να
αποχωρίζονται τα επί μέρους αντικείμενα που τους αρέσουν. Η βιωματική
δραστηριότητα πρέπει και μπορεί να αποτελέσει αντίδοτο στην καλπάζουσα εικονική
πραγματικότητα της τεχνολογίας, η οποία παρά τα σημαντικά οφέλη της, πολλές
φορές παγιδεύει τους νέους με
καταστροφικά αποτελέσματα για την πρόοδό τους και την κοινωνικοποίησή τους.
Βιβλιογραφία
Illeris, K. (2009). Σύγχρονες Θεωρίες Μάθησης, Εκδ. Μεταίχµιο, Αθήνα.
Mezirow, J. (1990). Fostering critical reflection in
adulthood. San Francisco: Jossey-Bass Publishers.
Mezirow, J. (2007). Η
μετασχηματίζουσα μάθηση, Εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα.